- ἰγδοκόπανον
- ἰγδοκόπᾰνον, τό,A a pestle, Sch.Il.11.147 (ap. Valck.Animadv.ad Ammon.p.140, ὀγδ- cod.). [full] ἰγδόλης· ὁ ἐπὶ μέρει γεωργῶν, Hsch. [full] ἴγκρος, ὁ,= ἐγκέφαλος, Hdn.Gr.1.204, Hsch. [full] ἷγμαι, [full] ἱγμένος, [tense] pf. of ἱκνέομαι. [full] ἰγμαλέος, α, ον,= ἰκμ-, Hdn.Gr.2.523. [full] ἰγμή: βοή, Hsch. (for ἰυγμή or ἰυγή). [full] ἴγνην, v. ἴγδην.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.